- λύσῃ
- λύσηι , λύσιςloosingfem dat sg (epic ionic)λύ̱σῃ , λύωluoaor subj mid 2nd sgλύ̱σῃ , λύωluoaor subj act 3rd sgλύ̱σῃ , λύωluofut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λύση — fem nom/voc sg (attic epic ionic) Λύσις loosing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσῃ — Λύση fem dat sg (attic epic ionic) Λύσηι , Λύσις loosing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
λύση — η 1. η αποδέσμευση, η διάλυση: Η λύση της συμφωνίας. 2. η εύρεση του ζητούμενου σ ένα πρόβλημα: Δεν μπορώ να βρω λύση στο πρόβλημά μου. 3. διευθέτηση: Η υπόθεση έληξε με δικαστική λύση. 4. (λογοτ.), ο έντεχνος τρόπος με τον οποίο τελειώνει ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύση — λύσις loosing fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσαι — Λύση fem nom/voc pl Λύσᾱͅ , Λύση fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσηι — Λύσῃ , Λύση fem dat sg (attic epic ionic) Λύσις loosing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσαις — Λύση fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσης — Λύση fem gen sg (attic epic ionic) Λύσις loosing fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσῃς — Λύση fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)